- αληγής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. αυτός που δε λήγει, διαρκής.2. «αληγείς άνεμοι», αυτοί που φυσούν όλο το χρόνο σε γεωγραφικό πλάτος 10-30 μοιρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.